Η Κοινωνική Ψυχολογία της Βίας
Όταν υφίσταται ένα βίαιο επεισόδιο μεταξύ δύο ομάδων ατόμων με ισχυρή πίστη στις αρχές τους η καθεμία, πρόκειται για μια δι-ομαδική σύγκρουση. Όταν μια ομάδα ατόμων Α΄ συγκροτείται γύρω από μια πεποίθηση, τότε απαιτείται ομοφωνία και συστράτευση όλων στις κοινές ιδέες και ιδανικά. Όταν δεν υπάρχει αντίπαλη ομάδα στον ίδιο χώρο, τα μέλη της ομάδας Α’ μπορούν να εκφράζονται ελεύθερα, να κάνουν αυτοκριτική και να σκέφτονται λογικά. Όταν, όμως, στον ίδιο χώρο εμφανίζεται μια δεύτερη ομάδα, τότε η ομάδα Α’ αρχίζει να φοβάται για τη συσπείρωσή της και έχει ένα εσωτερικό άγχος διάσπασης που διαχέεται σε όλα τα μέλη της.
Τότε η εσωτερική συνοχή της ομάδας πρέπει να αυξηθεί για να μη διασπαστεί στα εξ΄ ων συνετέθη. Τα μέλη της ομάδας προκειμένου να ενωθούν περισσότερο μεταξύ τους μειώνουν τις εσωτερικές τους συγκρούσεις, με απότοκο να μην εξετάζουν τα δεδομένα λογικά και αντικειμενικά. Απαγορεύονται η αυτοκριτική και οι διαφωνίες. Έτσι, η ομάδα αυξάνει την εσωτερική της συνοχή, αποκτώντας μια αίσθηση ηθικής ανωτερότητας απέναντι στην αντίπαλη ομάδα («εμείς δεν είμαστε σαν αυτούς»), βλέποντας μόνο τα θετικά που έχει η ίδια ως ομάδα, εθελοτυφλώντας μπροστά στα αρνητικά της και ταυτόχρονα χωρίς να εισακούει την κριτική της αντίπαλης ομάδας, να βλέπει τα θετικά που εκείνη έχει και αντίθετα να μεγιστοποιεί τα αρνητικά της. Αυτό ονομάζεται φαινόμενο της Ομαδικής Σκέψης (Groupthink phenomenon).
Νιώθει η ομάδα μια απειλή αφανισμού από μια ηθικά κατώτερη ομάδα και αυτό που πρέπει να κάνει για να προστατευτεί είναι εκείνη να επιτεθεί για να αφανίσει τους απειλητικούς αντιπάλους. Ο συνδυασμός της πλάνης ηθικής ανωτερότητας της ομάδας εκείνη τη στιγμή έναντι των αντιπάλων σε συνδυασμό με την πολλαπλασιαστική ορμή που χαρίζει η ψυχολογία του όχλου οδηγεί σε βίαιες πράξεις. Μέσα από αυτούς τους μηχανισμούς ψυχολογίας κοινωνικών ομάδων παράγονται τα φαινόμενα της βίας στα γήπεδα, στις διαδηλώσεις κλπ.